- κούφων
- κού̱φων , κοῦφοςlightfem gen plκού̱φων , κοῦφοςlightmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
πτηνός — ή, ό(ν) ΜΑ, θηλ. και ός, και δωρ. τ. πτανός, ά, όν, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να πετά, ο φτερωτός (α. «Διὸς δὲ τοι πτηνὸς κύων, δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ. β. «θηροβολοῡντα πτηνοῑς ἰοῑς», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτηνόν ζωολ. βλ. πτηνό… … Dictionary of Greek